Η Σαΐτα στον δρόμο για την Αλεξάνδρεια

Δευτέρα 10 Σεπτεμβρίου 2012

Ασκητική - Νίκος Καζαντζάκης


  Η ΠΟΡΕΙΑ
Α' ΣΚΑΛΟΠΑΤΙ: ΕΓΩ
Δεν είμαι καλός,δεν είμαι αγνός,δεν είμαι ήσυχος!
Αβάσταχτη είναι η ευτυχία κι η δυστυχία μου,είμαι
γιομάτος άναρθρες φωνές και σκοτάδι,κυλιούμαι όλο
δάκρυα κι αίματα μέσα στη ζεστή τούτη φάτνη της
σάρκας μου.
Φοβούμαι να μιλήσω.Στολίζουμαι με ψεύτικα φτερά,
φωνάζω,τραγουδώ,κλαίω,για να συμπνίγω την ανήλεη
κραυγή της καρδιάς μου.
Δεν είμαι το φως,είμαι η νύχτα.Μα μια φλόγα λοχίζει
ανάμεσα στα σωθικά μου και με τρώει.Είμαι η νύχτα
που την τρώει το φως.

Με κίντυνο,βαρυγκομώντας,τρεκλίζοντας μέσα στο
σκοτάδι,πασκίζω να τιναχτώ από τον ύπνο,να σταθώ
λίγη ώρα,όσο μπορώ,όρθιος.
Μια μικρή ανυπόταχτη πνοή μάχεται μέσα μου απελπισμένα
να νικήσει την ευτυχία,την κούραση και το θάνατο.
Γυμνάζω σαν άλογο πολεμικό το σώμα μου,το συντηρώ
λιτό,γερό,πρόθυμο.Το σκληραγωγώ και το σπλαχνίζουμαι.
Άλλο άλογο δεν έχω.
Συντηρώ την καρδιά μου φλεγόμενη,γενναία,ανήσυχη.
Νιώθω στην καρδιά μου όλες τις ταραχές και τις αντινομίες,
τις χαρές και τις πίκρες της ζωής.Μα αγωνίζουμαι να τις υποτάξω σ'ένα ρυθμό ανώτερο από το νου,σκληρότερο από
την καρδιά μου.Στο ρυθμό του Συμπάντου που ανηφορίζει.
Η Κραυγή κηρύχνει μέσα μου επιστράτεψη.Φωνάζει: "Εγώ,
η Κραυγή,είμαι ο Κύριος ο Θεός σου!Δεν είμαι καταφύγι.
Δεν είμαι σπίτι κι ελπίδα.Δεν είμαι Πατέρας,δεν είμαι Γιος,
δεν είμαι Πνέμα.Είμαι ο Στρατηγός σου!
Δεν είσαι δούλος μου μήτε παιχνίδι στις απαλάμες μου.Δεν
είσαι φίλος μου,δεν είσαι παιδί μου.Είσαι ο σύντροφός μου
στη μάχη.
Κράτα γενναία τα στενά που σου μπιστεύτηκα,μην τα προδώσεις!
Χρέος έχεις και μπορείς στο δικό σου τον τομέα να γίνεις ήρωας.
Αγάπα τον κίντυνο.Τι είναι το πιο δύσκολο;Αυτό θέλω!
Ποιό δρόμο να πάρεις;Τον πιο κακοτράχαλον ανήφορο.
Αυτόν παίρνω κι εγώ,ακλούθα μου!
Να μάθεις να υπακούς.Μονάχα όποιος υπακούει σε
ανώτερό του ρυθμό είναι λεύτερος.
Να μάθεις να προστάζεις.Μονάχα όποιος μπορεί να προστάζει
είναι αντιπρόσωπός μου απάνω στη γης ετούτη.
Ν'αγαπάς την ευθύνη.Να λες: Εγώ,εγώ μονάχος μου έχω
χρέος να σώσω τη γης.Αν δε σωθεί,εγώ φταίω.
Ν'αγαπάς τον καθένα ανάλογα με τη συνεισφορά του στον
αγώνα.Μη ζητάς φίλους,να ζητάς συντρόφους!
Να 'σαι ανήσυχος,αφχαρίστητος,απροσάρμοστος πάντα.
Όταν μια συνήθεια καταντήσει βολική να τη συντρίβεις.
Η μεγαλύτερη αμαρτία είναι η ευχαρίστηση.
Που πάμε;Θα νικήσουμε ποτέ;Προς τι όλη τούτη η μάχη;
Σώπα!Οι πολεμιστές ποτέ δε ρωτούνε!
Σκύβω κι αφουγκράζομαι την πολεμική τούτη Κραυγή
στα σωθικά μου.Αρχίζω και μαντεύω το πρόσωπο του
Αρχηγού,ξεκαθαρίζω τη φωνή του,δέχουμαι με χαρά και
με τρόμο τις σκληρές εντολές του.
Ναι,ναι,δεν είμαι τίποτα.Ένας αχνός φωσφορισμός απάνω
στην ογρή πεδιάδα,ένα άθλιο σκουλήκι που σούρνεται κι
αγαπάει,φωνάζει και μιλάει για φτερούγες,μια ώρα,δυο
ώρες,κι ύστερα το στόμα του φράζει με χώματα.Άλλη
απόκριση οι σκοτεινές δυνάμες δε δίνουν.
Μα μέσα μου,μια Κραυγή ανώτερή μου φωνάζει αθάνατη.Τι,
θέλοντας και μη,είμαι κι εγώ,σίγουρα,ένα κομμάτι από το
ορατό κι αόρατο Σύμπαντο.Είμαστε ένα.Οι δυνάμες που δουλεύουν εντός μου,οι δυνάμες που με σπρώχνουν και ζω,
οι δυνάμες που με σπρώχνουν και πεθαίνω είναι,σίγουρα,
και δικές του δυνάμες.
Δεν είμαι ένα μετέωρο αρίζωτο στον κόσμο.Είμαι χώμα από
το χώμα του και πνοή από την πνοή του.
Δε φοβούμαι μοναχός,δεν ελπίζω μοναχός,δε φωνάζω
μοναχός μου.Μια παράταξη μεγάλη,μια φόρα του Συμπάντου
φοβάται,ελπίζει,φωνάζει μαζί μου.
Είμαι ένα πρόχειρο γιοφύρι,και Κάποιος αποπάνω μου
περνάει και γκρεμίζουμαι ξοπίσω του.Ένας Αγωνιστής
με διαπερνάει,τρώει τη σάρκα μου και το μυαλό μου,
ν'ανοίξει δρόμο,να γλιτώσει από μένα.Όχι εγώ,Αυτός φωνάζει!
Η ΠΡΑΞΗ
Α' ΣΧΕΣΗ ΘΕΟΥ ΚΙ ΑΝΘΡΩΠΟΥ
 Η στερνή,η πιο ιερή μορφή της θεωρίας
είναι η πράξη.
Όχι να βλέπεις πως πηδάει η σπίθα
από τη μια γενεά στην άλλη,παρά να
πηδάς,να καίγεσαι μαζί της.
Η πράξη είναι η πλατύτερη θύρα της
λύτρωσης.Αυτή μονάχα μπορεί να δώσει
απόκριση στα ρωτήματα της καρδιάς.Μέσα
στις πολύγυρες περιπλοκές του νου,
αυτή βρίσκει το συντομότερο δρόμο.Όχι
βρίσκει,δημιουργάει δρόμο,κόβοντας δεξά
ζερβά την αντίσταση της λογικής και
της ύλης.
Γιατί αγωνίστηκες πίσω από τα φαινόμενα
κυνηγώντας τον Αόρατο;Γιατί όλη
ετούτη η πολεμική,η ερωτική πορεία
ανάμεσα από τη σάρκα σου,από τη ράτσα,
από τον άνθρωπο,από τα φυτά κι από τα
ζώα;Γιατί,πέρα από τους άθλους τούτους,
ο γάμος ο μυστικός,ο τέλειος εναγκαλισμός,
η βακχική μαινόμενη επαφή μέσα
στο σκοτάδι και στο φως;
Για να φτάσεις απ'όπου ξεκίνησες -στο
εφήμερο,παλλόμενο,μυστηριώδικο σημείο
της ύπαρξής σου,με νέα μάτια,με
νέα αυτιά,με νέα γέψη,όσφρηση κι αφή,
με φρένα καινούργια.
Το βαθύ,ανθρώπινο χρέος μας είναι όχι
να ξεδιαλύνουμε και να φωτίσουμε το
ρυθμό της πορείας του Θεού,παρά να
προσαρμόσουμε,όσο μπορούμε,μαζί του
το ρυθμό της μικρής,λιγόχρονης ζωής
μας.
Έτσι μονάχα κατορθώνουμε να εχτελούμε
κάτι αιώνιο εμείς οι θνητοί,γιατί
συνεργαζόμαστε με κάποιον Αθάνατο.
Έτσι μονάχα νικούμε τη λεπτομέρεια,
τη θανάσιμη αμαρτία,νικούμε τη στενότητα
του μυαλού μας,μετουσιώνουμε τη
σκλαβιά του χωματένιου υλικού,που μας,
δόθηκε να δουλέψουμε σ'ελευτερία.
Μέσα σε όλα τούτα,πέρα απ'όλα τούτα,
όλοι οι άνθρωποι κι οι λαοί,όλα τα φυτά
και τα ζώα,όλοι οι θεοί κι οι δαιμόνοι,
σαν ένας στρατός,ορμούν προς τ'απάνω,
συνεπαρμένοι από μιαν ακατανόητη,
ακαταμάχητη Πνοή.
Την Πνοή τούτη μαχόμαστε να κάμουμε
ορατή,να της δώσουμε πρόσωπο,να την
τυλίξουμε μέσα σε λέξεις,σε αλληγορίες
και στοχασμούς και ξόρκια,να μη μας
φύγει.
Μα δε χωράει στα εικοσιτέσσερα γράμματα
που αραδιάζουμε.Ξέρουμε,όλες τούτες
οι λέξεις,οι αλληγορίες,οι στοχασμοί
και τα ξόρκια είναι πάλι μια νέα μάσκα
που κρύβει την Άβυσσο.
Μα έτσι μονάχα,περιορίζοντας την
απεραντοσύνη,μπορούμε,μέσα στα σύνορα
του νεοχαραγμένου ανθρώπινου κύκλου,
να δουλέψουμε.
Τι θα πει να δουλέψουμε;Να γιομώσουμε
τον κύκλο τούτον με πεθυμιές,με ανησυχίες
και με πράξες,ν'απλωθούμε και να
φτάσουμε τα σύνορα,να μη χωρούμε πια,
να ραΐζουν και να γκρεμίζουνται.Έτσι,
δουλεύοντας τα φαινόμενα,πληθαίνουμε,
πλαταίνουμε την ουσία.
Γι'αυτό,ύστερα από την επαφή μας με
την ουσία,ο γυρισμός μας στα φαινόμενα
έχει ανυπολόγιστη αξία.
Είδαμε τον ανώτατο κύκλο των στροβιλιζόμενων
δυνάμεων.Τον κύκλο αυτόν τον
ονοματίσαμε Θεό.Μπορούσαμε να του
δώσουμε ότι άλλο όνομα θέλαμε: Άβυσσος,
Μυστήριο,Απόλυτο Σκοτάδι,Απόλυτο
Φως,Ύλη,Πνέμα,Τελευταία Ελπίδα,
Τελευταία Απελπισία,Σιωπή.
Μα τον ονοματίσαμε Θεό,γιατί τ'όνομα
τούτο μονάχα ταράζει βαθιά,από προαιώνιες
αφορμές,τα σωθικά μας.Κι η ταραχή
τούτη είναι απαραίτητη για ν'αγγίξουμε
σώμα με σώμα,πέρα από τη λογική,
την φοβερήν ουσία.
Μέσα στο γιγάντιο τούτον κύκλο της
θεότητας, χρέος έχουμε να ξεχωρίσουμε
και να συλλάβουμε καθαρά το μικρό
πύρινο τόξο της εποχής μας.
Απάνω στην αδιόρατη τούτη φλόγινη
καμπύλη, βαθιά, μυστικά νογώντας την
ορμή αλάκερου του κύκλου, οδεύουμε αρμονικά
με το Σύμπαντο, παίρνουμε φόρα
και πολεμούμε.
Έτσι η εφήμερη πράξη μας, συνειδητά
ακλουθώντας τη φόρα του Σύμπαντου, δεν
πεθαίνει μαζί μας.
Δε χάνεται σε μυστική άνεργη ενατένιση
αλάκερου του κύκλου' δεν καταφρονάει
την άγια, ταπεινή καθημερινή ανάγκη.
Μέσα στο στενό αίματωμένο της αυλάκι,
σκυφτή, δουλεύει στέρεα, άνετα νικώντας,
μέσα σ' ένα μικρό σημείο καιρού και
τόπου, τον καιρό και τον τόπο -γιατί το
σημείο αυτο ακολουθάει τη θεϊκιάν ορμή
αλάκερου του κύκλου.
Δε νοιάζουμαι άλλες εποχές κι άλλοι λαοί
τι πρόσωπο έδωκαν στην τεράστια
απρόσωπην ουσία. Τη γιόμωσαν με ανθρώπινες
αρετές, με αμοιβές και τιμωρίες, με
βεβαιότητες. Έδωκαν στις ελπίδες και
στους φόβους τους ένα πρόσωπο, υπόταξαν
σ' ένα ρυθμό την αναρχία τους, βρήκαν
μιαν ανώτερη δικαιολογία να ζήσουν και
να δουλέψουν. Έκαμαν το χρέος τους.
Μα εμείς ξεπεράσαμε σήμερα τις ανάγκες
τούτες, συντρίψαμε τη μάσκα τούτη
της Άβυσσος, δε χωράει πια κάτω από το
παλιό προσωπείο ο Θεός μας.
Ξεχείλισε η καρδιά μας από νέες αγωνίες,
από λάμψη και σιωπή καινούρια.
Το μυστήριο αγρίεψε, πλήθυνε ο Θεός.
Οι σκοτεινές δυνάμες ανεβαίνουν, πληθαίνουν
κι αυτές, όλο το ανθρώπινο νησί
σαλεύει.
Ας σκύψουμε στην καρδιά μας κι ας
αντικρίσουμε με γενναιότητα την Άβυσσο.
Ας επιχειρήσουμε να πλάσουμε πάλι
το νέο σύγχρονο πρόσωπο του Θεού μας
με τη σάρκα και με το αίμα μας!
Γιατί ο Θεός μας δεν είναι ένας αφηρημένος
στοχασμός, μια λογική ανάγκη,
ένα αρμονικό αψηλό οικοδόμημα από
συλλογισμούς και φαντασίες.
Δεν είναι ένα κατακάθαρο, ουδέτερο,
μήτε αρσενικό μήτε θηλυκό, άοσμο,
αποσταγμένο κατασκεύασμα του μυαλού μας.
Είναι άντρας και γυναίκα, θνητός κι
αθάνατος, κοπριά και πνέμα. Γεννάει,
γονιμοποιεί και σκοτώνει, έρωτας μαζί και
θάνατος, και πάλι ξαναγεννάει και
σκοτώνει -απλόχωρα χορεύοντας πέρα από
τα σύνορα της λογικής, που αυτή δεν
μπορεί να χωρέσει αντινομίες.
Ο Θεός μου δεν είναι παντοδύναμος.
Αγωνίζεται, κιντυνεύει κάθε στιγμή, τρέμει,
παραπατάει σε κάθε ζωντανό, φωνάζει.
Ακατάπαυτα νικιέται και πάλι ανασηκώνεται,
γιομάτος αίμα και χώματα, και
ξαναρχίζει τον αγώνα.
Είναι όλος πληγές, τα μάτια του είναι
γιομάτα φόβο και πείσμα, τα σαγόνια και τα
μελίγγια του είναι συντριμμένα. Μα
δεν παραδίνεται, ανεβαίνει' με τα πόδια,
με τα χέρια, δαγκάνοντας τα χείλια,
ανεβαίνει ανένδοτος.
Ο Θεός μου δεν είναι πανάγαθος.Είναι
γιομάτος σκληρότητα, άγρια δικαιοσύνη,
και ξεδιαλέγει, ανήλεα, τον καλύτερο.
Δε σπλαχνίζεται, δε νοιάζεται για ανθρώπους
και ζώα, μήτε γι' αρετές κι ιδέες.
Όλα ετούτα τ' αγαπάει μια στιγμή, τα
συντρίβει αιώνια και διαβαίνει.
Είναι μια δύναμη που χωράει τα πάντα,
που γεννάει τα πάντα. Τα γεννάει, τ' αγαπάει,
και τ' αφανίζει. Κι αν πούμε: ο Θεός
είναι ένας άνεμος ερωτικός που συντρίβει
τα κορμιά για να περάσει, κι αναθυμηθούμε
πώς πάντα μέσα στο αίμα και στα δάκρυα,
ανήλεα εξαφανίζοντας τ' άτομα,
δουλεύει ο έρωτας, τότε λίγο πιότερο
προσεγγίζουμε το φοβερό του το πρόσωπο.
Ο Θεός μου δεν είναι πάνσοφος. Το
μυαλό του είναι ένα κουβάρι από φως και
σκοτάδι και πολεμάει να το ξετυλίξει μέσα
στο λαβύρινθο της σάρκας.
Παραπατάει, ψαχουλεύει. Αγγίζει δεξιά,
γυρίζει πίσω' στρέφεται ζερβά, οσμίζεται.
Αγωνιά πάνω στο χάος. Σουρτά, μοχτώντας,
ψάχνοντας ακαταμέτρητους αιώνες,
νιώθει αργά να φωτίζουνται οι λασπεροί
γύροι του μυαλού του.
Μπροστά από το βαρύ κατασκότεινο κεφάλι
του, με ανείπωτον αγώνα αρχίζει και
δημιουργάει μάτια για να δει, αυτιά για
ν' ακούσει.
Ο Θεός μου μάχεται χωρίς καμιά βεβαιότητα.
Θα νικήσει; Θα νικηθεί; Τίποτα
δεν είναι βέβαιο στο Σύμπαντο, ρίχνεται
στο αβέβαιο, παίζει, κάθε στιγμή, τη μοίρα
του όλη.
Πιάνεται από τα ζεστά κορμιά, άλλο
μετερίζι δεν έχει. Φωνάζει βοήθεια'
κηρύχνει σε όλο το Σύμπαντο επιστράτεψη.
Χρέος μας, γρικώντας την Κραυγή, να
τρέξουμε κάτω από τις σημαίες του, να
πολεμήσουμε μαζί του. Ή να σωθούμε,
ή να χαθούμε μαζί του.
Ο Θεός κιντυνεύει. Δεν είναι παντοδύναμος,
να σταυρώνουμε τα χέρια, προσδοκώντας
τη σίγουρη νίκη' δεν είναι πανάγαθος,
να προσδοκούμε μ' εμπιστοσύνη
πώς θα μας λυπηθεί και θα μας σώσει.
Ο Θεός, μέσα στην περιοχή της εφήμερης
σάρκας μας, κιντυνεύει αλάκερος.
Δεν μπορεί να σωθεί, αν εμείς με τον αγώνα
μας δεν τον σώσουμε' δεν μπορούμε
να σωθούμε, αν αυτός δε σωθεί.
Είμαστε ένα. Από το τυφλό σκουλήκι
στο βυθό του ωκεανού ως την απέραντη
παλαίστρα του Γαλαξία, ένας μονάχα αγωνίζεται
και κιντυνεύει, ο εαυτός μας. Και
στο μικρό, το χωματένιο στήθος μας, ένας
μονάχα αγωνίζεται και κιντυνεύει,
το Σύμπαντο.

Καλά πρέπει να νιώσουμε πως δεν οδεύουμε
από ενότητα Θεού στην ίδια πάλι
ενότητα του Θεού. Δεν οδεύουμε από ένα
χάος σε άλλο χάος. Ούτε από ένα φως σε
άλλο φως' ή από ένα σκοτάδι σε άλλο
σκοτάδι. Τι αξία θα 'χε τότε η ζωή μας
τούτη; Τι αξία θα 'χε αλάκερη η ζωή;
Μα κινήσαμε από ένα χάος παντοδύναμο,
από μιαν αξεδιάλυτη, πηχτή, φως και
σκοτάδι άβυσσο. Και μαχόμαστε όλοι
-φυτά, ζώα, άνθρωποι, ιδέες- στο
λιγόστιγμο τούτο διάβα της ατομικής ζωής, να
ρυθμίσουμε εντός μας το Χάος, να λαγαρίσουμε
την άβυσσο, να κατεργαστούμε
μέσα στα κορμιά μας όσο πιότερο σκοτάδι
μπορούμε, να το κάμουμε φως.
Δε μαχόμαστε για το εγώ μας, μήτε για
τη ράτσα, μήτε για την ανθρωπότητα. Δε
μαχόμαστε για τη Γης, μήτε για ιδέες.
Όλα τούτα είναι πρόσκαιρα και πολύτιμα
σκαλοπάτια του Θεού που ανηφορίζει  -
και γκρεμίζουνται, ευθύς ως τα πατήσει
ο Θεός ανεβαίνοντας.
Στη μικρότατη αστραπή της ζωής μας,
νιώθουμε να πατάει πάνω μας αλάκερος ο
Θεός, και ξαφνικά νογούμε: Αν έντονα
όλοι πεθυμήσουμε, αν οργανώσουμε όλες
τις ορατές κι αόρατες δυνάμες της γης
και τις ρίξουμε προς τ' απάνω, αν παντοτινά
άγρυπνοι όλοι μαζί παραστάτες παλέψουμε
-το Σύμπαντο μπορεί να σωθεί.
Όχι ο Θεός θα μας σώσει' εμείς θα
σώσουμε το Θεό, πολεμώντας, δημιουργώντας,
μετουσιώνοντας την ύλη σε πνέμα.
Μα μπορεί όλος μας ο αγώνας να πάει
χαμένος. Αν κουραστούμε, αν λιγοψυχήσουμε,
αν μας κυριέψει πανικός, όλο το
Σύμπαντο κιντυνεύει.
Η ζωή είναι στρατιωτική θητεία στην
υπηρεσία του Θεού. Κινήσαμε σταυροφόροι
να λευτερώσουμε, θέλοντας και μη,
όχι τον Άγιο Τάφο, παρά το Θεό το
θαμμένο μέσα στην ύλη και μέσα στην
ψυχή μας.
Κάθε κορμί, κάθε ψυχή είναι Άγιος
Τάφος. Άγιος Τάφος είναι ο σπόρος του
σιταριού' ας τόνε λευτερώσουμε! Άγιος
Τάφος είναι το μυαλό' μέσα του κείτεται
ο Θεός και παλεύει με το θάνατο' ας
τρέξουμε βοήθεια!
Ο Θεός δίνει το σύνθημα της μάχης,
κι ορμώ κι εγώ στην έφοδο τρέμοντας.
Είτε παραπομείνω λιποτάχτης είτε πολεμήσω
γενναία, πάντα θα πέσω στη μάχη.
Μα τη μια φορά ο θάνατος μου είναι στείρος
μαζί με το κορμί μου χάνεται, σκορπίζεται
στον άνεμο κι η ψυχή μου.
Την άλλη, κατεβαίνω στη γης, σαν τον
καρπό, γιομάτος σπόρο. Κι η πνοή μου,
παρατώντας το κορμί μου να σαπίζει,
οργανώνει νέα κορμιά και συνεχίζει τη
μάχη.
Η προσευκή μου δεν είναι κλαψούρισμα
ζητιάνου μήτε ερωτικιά εξομολόγηση.
Μήτε ταπεινός απολογισμός εμποράκου:
σου 'δωκα, δώσε μου.
Η προσευκή μου είναι αναφορά στρατιώτη
σε στρατηγό. Αυτό έκαμα σήμερα,
να πώς πολέμησα να σώσω στον εδικό
μου τομέα αλάκερη τη μάχη, αυτά τα
εμπόδια βρήκα, έτσι στοχάζουμαι αύριο
να πολεμήσω.
Καβαλάρηδες οδεύουμε στο λιοπύρι ή
κάτω από σιγανή βροχή -εγώ κι ο Θεός
μου- και κουβεντιάζουμε χλωμοί, πεινασμένοι,
ανυπόταχτοι.
«Αρχηγέ!» κι εκείνος στρέφει κατά με
το πρόσωπο του κι ανατριχιάζω αντικρίζοντας
την αγωνία του.
Τραχιά είναι η αγάπη μας, καθόμαστε
στο ίδιο τραπέζι, πίνουμε το ίδιο κρασί
στη χαμηλή τούτη ταβέρνα της Γης.
Κι ως σκουντρούμε τα ποτήρια μας,
αχούν σπαθιά, τινάζουνται μίση κι έρωτες,
μεθούμε, οράματα σφαγής ανεβαίνουνε στα
μάτια μας, πολιτείες γκρεμίζουνται μέσα
στα μυαλά μας, κι είμαστε κι οι δυο λαβωμένοι
και κουρσεύουμε, ξεφωνώντας από
τους πόνους, ένα μεγάλο Παλάτι.

Β' ΣΧΕΣΗ ΑΝΘΡΩΠΟΥ ΚΑΙ ΑΝΘΡΩΠΟΥ
 Ποιά είναι η ουσία του Θεού μας; Ο
αγώνας για την ελευτερία.Μέσα στο ακατάλυτο
σκοτάδι μια φλογερή γραμμή ανηφορίζει
και σημαδεύει την πορεία του Αόρατου.
Ποιό είναι το χρέος μας;Ν'ανεβαίνουμε
την αιματερή τούτη γραμμή μαζί του.
Καλό είναι ό,τι ορμάει προς τ' απάνω
και βοηθάει το Θεό ν'ανηφορίσει.Κακό
είναι ό,τι βαραίνει προς τα κάτω,κι αμποδάει
το Θεό ν'ανηφορήσει.
Όλες οι αρετές κι οι κακίες παίρνουν
τώρα καινούργια αξία,λευτερώνουνται από
τη στιγμή κι από το χώμα,υπάρχουν απόλυτα
μέσα στον άνθρωπο,πριν και μετά
τον άνθρωπο,αιώνιες.
Γιατί η ουσία της ηθικής μας δεν είναι
η σωτηρία του ανθρώπου,που αλλάζει
μέσα στον καιρό και στον τόπο,παρά η
σωτηρία του Θεού ,που μέσα από λογής
λογής ρεούμενες ανθρώπινες μορφές και
περιπέτειες είναι πάντα ο ίδιος,ο ακατάλυτος
ρυθμός που μάχεται για ελευτερία.
Άθλιοι είμαστε οι άνθρωποι,άκαρδοι,
μικροί,τποτένιοι.Μα μέσα μας,μια ουσία
ανώτερη μας μας σπρώχνει ανήλεα προς
τ'απάνω.
Μέσα από την ανθρώπινη τούτη λάσπη,
θεία τραγούδια ανάβρυσαν,ιδέες μεγάλες,
έρωτες σφοδροί,μια έφοδο ακοίμητη,
μυστηριωδική,χωρίς αρχή και τέλος,χωρίς σκοπό,
πέρα από κάθε σκοπό.
Τέτοιος βώλος λάσπη είναι η ανθρωπότητα,
τέτοιος βώλος λάσπη είναι ο καθένας μας.
Ποιό είναι το χρέος μας;Να μαχόμαστε ν'ανθίσει
ένα μικρό λουλούδι απάνω στο λίπασμα τούτο
της σάρκας και του νου μας.
Πολέμα από τα πράγματα,πολέμα από
τη σάρκα,από την πείνα,από το φόβο,
πολέμα από την αρετή κι από την αμαρτία
να δημιουργήσεις Θεό.
Πώς ξεκινάει το φως από ένα άστρο και
χύνεται μέσα στη μαύρη αιωνιότητα κι
οδοιποράει αθάνατο;Το άστρο πεθαίνει,
μα το φως ποτέ του.Τέτοια κι η κραυγή
της ελευτερίας.
Πολέμα,από την πρόσκαιρη συνάντηση
των αντίδρομων δυνάμεων που αποτελεί
την ύπαρξή σου,να δημιουργήσεις ό,τι
αθάνατο μπορεί ο θνητός απάνω στον κόσμο
τούτον -μιαν Κραυγή.
Αυτή,παρατώντας στο χώμα το κορμί
που το γέννησε,οδοιποράει και δουλεύει
αιώνια.
 Ένας Έρωτας σφοδρός διαπερνάει το
Σύμπαντο.Είναι σαν τον αιθέρα: σκληρότερος
από ατσάλι,μαλακότερος από τον αγέρα.
Ανοίγει,διαπερνάει τα πάντα,φεύγει,ξεφεύγει.
Δεν αναπαύεται στη θερμή λεπτομέρεια,
δε σκλαβώνεται στο αγαπημένο σώμα.
Είναι Έρωτας Στρατευόμενος.Πίσω
από τους ώμους του αγαπημένου αγναντεύει
τους ανθρώπους να σαλεύουν και να
βογκούν σαν κύματα,αγναντεύει τα ζώα
και τα φυτά να σμίγουν και να πεθαίνουν,
αγναντεύει το Θεό να κιντυνεύει και του
φωνάζει: "Σώσε με!"
Ο Έρωτας;Πώς αλλιώς να ονοματίσουμε
την ορμή που,ως ματιάσει την ύλη,
γοητεύεται και θέλει να τυπώσει απάνω της
την όψη της;Αντικρύζει το σώμα και θέλει να
το περάσει,να σμίξει με την άλλη κρυμμένη στο
σώμα τούτο ερωτική κραυγή,να γενούν ένα,να
χαθούν,να γίνουν αθάνατες,μέσα στο γιο.
Ζυγώνει την ψυχή και θέλει να σοφιλιάσει,
να μην υπάρχουν εγώ και συ.Φυσάει απάνω στη μάζα
τους ανθρώπους και θέλει,συντρίβοντας τις αντίστασες
του νου και του κορμιού,να σμίξουν όλες οι πνοές,
να γίνουν άνεμος σφοδρός,ν'ανασηκώσουν τη γης!
Στις πιο κρίσιμες στιγμές,ο Έρωτας
συναρπάζει και σμίγει με βία τους ανθρώπους,οχτρούς
και φίλους,καλούς και κακούς,είναι μια πνοή ανώτερή τους,
ανεξάρτητη από την επιθυμία κι από τα έργα τους.
Είναι η πνοή του Θεού,η αναπνοή του,απάνω στη γης!
Κατεβαίνει απάνω στους ανθρώπους,
όπως του αρέσει.Σα χορός,σαν έρωτας,σαν πείνα,
σα θρησκεία,σα σφαγή.Δε μας ρωτάει.
Μέσα στη σκάφη της γης,στις κρίσιμες
τούτες ώρες,ο Θεός μοχτάει να ζυμώσει
τις σάρκες και τα μυαλά και να ρίξει μέσα
στον ανήλεο στρόβιλο της περιστροφής
του όλη τούτη τη ζύμη και να της δώσει
πρόσωπο -το πρόσωπό του.
Δεν πλαντάζει από αηδία, δεν απελπίζεται
μέσα στα χωματένια, μουντά σωθικά τους.
Δουλεύει, προχωράει, κατατρώει τη σάρκα τους,
πιάνεται από την κοιλιά, από την καρδιά, από
το φαλλό, από το νου του ανθρώπου.
Δεν είναι αυτός αγαθός οικογενειάρχης,
δε μοιράζει σε όλα τα παιδιά του ίσια το
ψωμί και το μυαλό. Η Αδικία, η Σκληρότητα,
η Λαχτάρα, η Πείνα είναι οι τέσσερεις φοράδες
που οδηγούν το άρμα του απάνω στην
κακοτράχαλη μας τούτη γης
Από την ευτυχία, από την καλοπέραση κι από
τη δόξα ποτέ δεν πλάθεται ο Θεός,
παρά από την ντροπή, από την πείνα και
τα δάκρυα. Σε κάθε κρίσιμη στιγμή, μια
παράταξη ανθρώποι ριψοκιντύνευαν μπροστά
θεοφόροι και πολεμούσαν, παίρνοντας
απάνω τους όλη την ευθύνη της μάχης.
Μια φορά κι έναν καιρό οι ιερείς, οι βασιλιάδες,
οι αρχόντοι, οι αστοί· -και δημιουργούσαν πολιτισμούς,
λευτέρωναν τη θεότητα.
Σήμερα ο Θεός είναι αργάτης, αγριεμένος
από τον κάματο, από την οργή κι από
την πείνα. Μυρίζει καπνό, κρασί κι ίδρωτα.
Βλαστημάει, πεινάει, γεννάει παιδιά,
δεν μπορεί να κοιμηθεί, φωνάζει στ΄ ανώγια
και στα κατώγια της γης και φοβερίζει.
Ο αγέρας άλλαξε, αναπνέμε μιαν άνοιξη βαριά,
γιομάτη σπόρους.Φωνές σηκώνουνται.
Ποιος φωνάζει; Εμείς φωνάζουμε, οι
άνθρωποι -οι ζωντανοί, οι πεθαμένοι
κι οι αγέννητοι. Μα κι ευτύς μας
πλακώνει ο φόβος και σωπαίνουμε.
Ξεχνούμε από τεμπελιά, από συνήθεια,
από αναντρία. Μα ξάφνου πάλι η Κραυγή
ξεσκίζει σαν αϊτός τα σωθικά μας.
Γιατί δεν είναι απόξω, δεν έρχεται από
αλάργα για να ξεφύγουμε. Μέσα στην
καρδιά μας κάθεται η Κραυγή και φωνάζει.
"Κάψε το σπίτι σου!" φωνάζει ο Θεός.
"Έρχουμαι! Όποιος έχει σπίτι δεν μπορεί να
με δεχτεί.
"Κάψε τις ιδέες σου, σύντριψε τους
συλλογισμούς σου! Όποιος έχει βρει τη
λύση δεν μπορεί να με βρει.
"Αγαπώ τους πεινασμένους, τους ανήσυχους,
τους αλήτες. Αυτοί αιώνια συλλογιούνται
την πείνα, την ανταρσία, το δρόμο τον
ατέλειωτο - Έμενα!
"Έρχουμαι! Παράτα τη γυναίκα σου, τα
παιδιά σου, τις ιδέες σου κι ακλούθα μου.
Είμαι ο μέγας Αλήτης.
"Ακλούθα! Περπατά απάνω από τη χαρά
κι από τη θλίψη, από την ειρήνη, τη
δικαιοσύνη, την αρετή! Εμπρός! Σύντριψε
τα είδωλα τούτα, σύντριψε τα, δε χωρώ!
Συντρίψου και συ για να περάσω!"
Φωτιά! Να το μέγα χρέος μας σήμερα,
μέσα σε τόσο ανήθικο κι ανέλπιδο χάος.
Πόλεμο στους άπιστους!
Άπιστοι είναι οι ευχαριστημένοι,
οι χορτασμένοι, οι στείροι.
Το μίσος μας είναι χωρίς συβιβασμό,
γιατί κατέχει πώς καλύτερα, βαθύτερα
από τις ξέπνοες φιλάνθρωπες αγάπες,
δουλεύει τον έρωτα.
Μισούμε, δε βολευόμαστε, είμαστε άδικοι,
σκληροί, γιομάτοι ανησυχία και πίστη,
ζητούμε το αδύνατο, σαν τους ερωτεμένους.
Φωτιά, να καθαρίσει η γης! Ν΄ ανοιχτεί
άβυσσο φοβερώτερη ακόμα ανάμεσα καλού
και κακού, να πληθύνει η αδικία, να κατεβεί η
Πείνα και να θερίσει τα σωθικά μας,
αλλιώς δε σωζόμαστε.
Μια κρίσιμη βίαιη στιγμή είναι η ιστορική
εποχή μας ετούτη, ένας κόσμος γκρεμίζεται,
ένας άλλος δεν έχει ακόμα γεννηθεί.
Η εποχή μας δεν είναι στιγμή
ισορρόπησης, οπόταν η ευγένεια, ο
συβιβασμός, η ειρήνη, η αγάπη θα ΄τανε
γόνιμες αρετές.
Ζούμε τη φοβερή έφοδο, δρασκελίζουμε
τους οχτρούς, δρασκελίζουμε τους φίλους
που παραπομένουν, κιντυνεύουμε μέσα στο
χάος, πνιγόμαστε. Δε χωρούμε πια
στις παλιές αρετές κι ελπίδες, στις παλιές
θεωρίες και πράξες.
Ο άνεμος του ολέθρου φυσάει· αυτή
είναι σήμερα η πνοή του Θεού μας·
ας πάμε μαζί του! Ο άνεμος του ολέθρου
είναι το πρώτο χορευτικό συνέπαρμα της
δημιουργικής περιστροφής. Φυσάει πάνω
από τις κεφαλές κι από τις πολιτείες, γκρεμίζει
τις ιδέες και τα σπίτια, περνάει από
τις ερημιές, φωνάζει: "Ετοιμαστείτε! Πόλεμος! Πόλεμος!"
Τούτη είναι η εποχή μας, καλή ή κακή,
ωραία ή άσκημη, πλούσια ή φτωχή, δεν
τη διαλέξαμε. Τούτη είναι η εποχή μας,
ο αγέρας που αναπνέμε, η λάσπη που μας
δόθηκε, το ψωμί, η φωτιά, το πνέμα!
Ας δεχτούμε παλικαρίσια την ανάγκη.
Πολεμικός μας έλαχε ο κλήρος, ας ζώσουμε
σφιχτά τη μέση μας, ας αρματώσουμε
το κορμί, την καρδιά και το μυαλό μας!
Ας πιάσουμε τη θέση μας στη μάχη!
Ο πόλεμος είναι ο νόμιμος άρχοντας
του καιρού τούτου. Σήμερα, άρτιος, ενάρετος
άνθρωπος είναι μονάχα ο πολεμιστής.
Γιατί μονάχα αυτός, πιστός στη
μεγάλη πνοή του καιρού μας, γκρεμίζοντας,
μισώντας, επιθυμώντας, ακολουθάει
το σύγχρονο πρόσταγμα του Θεού μας.

Η ταύτιση μας τούτη με το Σύμπαντο
γεννάει τις δυο ανώτατες αρετές της ηθικής
μας: την ευθύνη και τη θυσία.
Μέσα μας, μέσα στον άνθρωπο, μέσα
στα σκοτεινά πλήθη, χρέος έχουμε να
βοηθήσουμε το Θεό, που πλαντάει, να
λευτερωθεί.
Κάθε στιγμή πρέπει να ΄μαστε έτοιμοι
για χάρη του να δώσουμε τη ζωή μας. Γιατι
η ζωή δεν είναι σκοπός, είναι όργανο κι αυτή,
όπως ο θάνατος, όπως η ομορφιά,
η αρετή, η γνώση. Όργανο τίνος; Του Θεού
που πολεμάει για ελευτερία.
Όλοι είμαστε ένα, όλοι είμαστε μια
κιντυνεύουσα ουσία. Μια ψυχή στην άκρα
του κόσμου που ξεπέφτει, συντραβάει στον
ξεπεσμό της και την ψυχή μας. Ένα μυαλό
στην άκρα του κόσμου που βυθίζεται
στην ηλιθιότητα, γιομώνει τα μελίγγια μας
σκοτάδι.
Γιατι ένας στα πέρατα τ΄ ουρανού και
της γης αγωνίζεται. Ο Ένας. Κι αν χαθεί,
εμείς έχουμε την ευθύνη. Αν χαθεί,
εμείς χανόμαστε.
Να γιατί η σωτηρία του Σύμπαντου είναι
και δική μας σωτηρία κι η αλληλεγγύη με
τους ανθρώπους δεν είναι πια τρυφερόκαρδη
πολυτέλεια παρά βαθιά αυτοσυντήρηση κι ανάγκη.
Ανάγκη, όπως σ΄ ένα στρατο που μάχεται,
η σωτηρία του παραστάτη σου.
Μα η ηθική μας ανηφορίζει ακόμα
αψηλότερα. Όλοι είμαστε ένας στρατός
και μαχόμαστε. Μα δεν ξέρουμε με βεβαιότητα
αν θα νικήσουμε, δεν ξέρουμε με βεβαιότητα
αν θα νικηθούμε.
Υπάρχει σωτηρία, υπάρχει ένας σκοπός
που τον υπηρετούμε κι υπηρετώντας
τον βρίσκουμε τη λύτρωση μας;
Ή δεν υπάρχει σωτηρία, δεν υπάρχει σκοπός,
όλα είναι μάταια κι η συνεισφορά μας δεν έχει
καμιάν αξία;
Μήτε το ένα μήτε το άλλο. Ο Θεός
μας δεν είναι παντοδύναμος, δεν είναι
πανάγαθος, δεν είναι σίγουρος πώς θα
νικήσει, δεν είναι σίγουρος πώς θα νικηθεί.
Η ουσία του Θεού μας είναι σκοτεινή, ωριμάζει
ολοένα, ίσως η νίκη στερεώνεται με
κάθε γενναία μας πράξη, ίσως κι όλες
τούτες οι αγωνίες για λυτρωμό και νίκη
είναι κατώτερες από τη φύση της θεότητας.
Ό,τι κι αν είναι, εμείς πολεμούμε χωρίς
βεβαιότητα, κι η αρετή μας, μη όντας σίγουρη
για την αμοιβή, αποχτάει βαθύτατη ευγένεια.
Όλες οι εντολές αναστατώνουνται. Δε
βλέπουμε, δεν ακούμε, δε μισούμε, δεν
αγαπούμε πια σαν πρώτα. Ανανεώνεται η
παρθενία της γης. Καινούρια γέψη παίρνει
το ψωμί, το νερό, η γυναίκα. Καινούρια,
ανυπολόγιστη αξία, η πράξη.
Όλα αποχτούν απροσδόκητη
αγιότητα -η ομορφιά, η γνώση, η ελπίδα,
ο οικονομικός αγώνας, οι καθημερινές,
τάχατε ασήμαντες, έγνοιες. Παντού
ανατριχιάζοντας νογούμε την ίδια γιγάντια
σκλαβωμένη Πνοή να μάχεται για ελευτερία.

Καθένας έχει το δρόμο τον εδικό του
που τόνε φέρνει στη λύτρωση -ο ένας
την αρετή, ο άλλος την κακία.
Αν ο δρόμος που οδηγάει στη λύτρωση
σου είναι η αρρώστια, η ψευτιά, η ατιμία,
χρέος σου να βυθιστείς στην αρρώστια,
στην ψευτιά, στην ατιμία, για να τις νικήσεις.
Αλλιώς δε σώζεσαι.
Αν ο δρόμος που οδηγάει στη λύτρωση
σου είναι η αρετή, η χαρά, η αλήθεια,
χρέος σου να βυθιστείς στην αρετή, στη χαρά,
στην αλήθεια, για να τις νικήσεις, να τις
αφήσεις πίσω σου. Αλλιώς δε σώζεσαι.
Δεν πολεμούμε τα σκοτεινά μας πάθη με
νηφάλια, αναιμικιά, ουδέτερη, πάνω από
τα πάθη αρετή. Παρά με άλλα σφοδρότερα πάθη.
Αφήνουμε τη θύρα μας ανοιχτή στην
αμαρτία. Δε βουλώνουμε τ΄ αυτιά μας να μην
ακούσουμε τις Σειρήνες. Δε δενόμαστε από
φόβο στο κατάρτι μιας μεγάλης ιδέας· μήτε παρατούμε το καράβι
και χανόμαστε γρικώντας, φιλώντας τίς
Σειρήνες.
Παρά εξακολουθούμε την πορεία μας,
αρπάζουμε και ρίχνουμε τις Σειρήνες στο
καράβι μας και ταξιδεύουν κι αυτές μαζί
μας. Τούτη είναι, σύντροφοι, η καινούρια
Ασκητική μας!
Ο Θεός φωνάζει στην καρδιά μου: Σώσε με!
Ο Θεός φωνάζει στους ανθρώπους, στα
ζώα, στα φυτά, στην ύλη: Σώσε με!
Ακου την καρδιά σου κι ακλούθα τον.
Σύντριψε το σώμα σου κι ανάβλεψε: Όλοι
είμαστε ένα!
Αγάπα τον άνθρωπο, γιατί είσαι συ.
Αγάπα τα ζώα και τα φυτά, γιατι ήσουνα
συ, και τώρα σε ακλουθούν πιστοί συνεργάτες
και δούλοι.
Αγάπα το σώμα σου· μονάχα με αυτο
στη γης ετούτη μπορείς να παλέψεις και να
πνεματώσεις την ύλη.
Αγάπα την ύλη· απάνω της πιάνεται
ο Θεός και πολεμάει. Πολέμα μαζί του.
Να πεθαίνεις κάθε μέρα. Να γεννιέσαι
κάθε μέρα. Ν΄ αρνιέσαι ό,τι έχεις κάθε μέρα.
Η ανώτατη αρετή δεν είναι να ΄σαι
ελεύτερος, παρά να μάχεσαι για ελευτερία.
Μην καταδέχεσαι να ρωτάς: "Θα νικήσουμε;
Θα νικηθούμε;" Πολέμα!
Η επιχείρηση του Σύμπαντου, για μιαν
εφήμερη στιγμή, όσο ζεις, να γίνει επιχείρηση
δική σου. Τούτος είναι, σύντροφοι,
ο καινούριος Δεκάλογος μας!


Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...

Get This
Οι "ηγέτες που υφιστάμεθα" πάσχουν από διάρροια λέξεων και δυσκοιλιότητα ιδεών, δεν τους σώζει καμιά "συμπληρωματική" διαδικασία, μόνο οι καλένδες της λήθης... Oι ηλίθιοι πολιτικοί και οι ανίκανοι των απανταχού Διοικητικών Συμβουλίων, καθώς και οι βλάκες ψηφοφόροι είναι γεννημένοι ο ένας για τον άλλον..

Επιστροφή